ἑτέρωσ'

ἑτέρωσ'
ἑτέρωσε , ἑτέρωσε
to the other side
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”